- παρεμφύομαι
- παρεμ-φύομαι, [voice] Pass.,A grow in beside, hang upon, Luc.Fug. 10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεμφύομαι — Α 1. εκφύομαι, βλαστάνω, αναπτύσσομαι κοντά σε κάποιον ή κάτι 2. προσκολλώμαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμφύομαι «φυτρώνω»] … Dictionary of Greek
παρέμφυσις — εως, ἡ, Α [παρεμφύομαι] 1. η σε κοντινή απόσταση έκφυση, η πλάγια βλάστηση 2. προσκόλληση … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek